pharmacist$59908$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pharmacist$59908$ - translation to ελληνικό

DISCIPLINE OF PHARMACY
Clinical pharmacists; Clinical Pharmacist; Clinical pharmacist; Clinical Pharmacy
  • Clinical pharmacists go on rounds with doctors in order to provide direct patient care and [[comprehensive medication management]].

pharmacist      
n. φαρμακοποιός

Ορισμός

Druggist
·noun One who deals in drugs; especially, one who buys and sells drugs without compounding them; also, a pharmaceutist or apothecary.

Βικιπαίδεια

Clinical pharmacy

Clinical pharmacy is the branch of pharmacy in which clinical pharmacists provide direct patient care that optimizes the use of medication and promotes health, wellness, and disease prevention. Clinical pharmacists care for patients in all health care settings but the clinical pharmacy movement initially began inside hospitals and clinics. Clinical pharmacists often work in collaboration with physicians, physician assistants, nurse practitioners, and other healthcare professionals. Clinical pharmacists can enter into a formal collaborative practice agreement with another healthcare provider, generally one or more physicians, that allows pharmacists to prescribe medications and order laboratory tests.